- γνωρίμων
- γνώριμοςwell-knownfem gen plγνώριμοςwell-knownmasc/neut gen plγνώριμοςwell-knownmasc/fem/neut gen pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
μεταδιώκω — (ΑM) [διώκω] επιδιώκω, επιζητώ, προσπαθώ να εννοήσω κάτι («τὴν αὐτοῡ μεταδιῶκον φύσιν», Πλάτ.) αρχ. 1. τρέχω πίσω από κάποιον για να τόν προφθάσω, καταδιώκω κάποιον, («ἀναπηδήσας μετεδίωκε τὸν πατέρα», Ξεν.) 2. έρχομαι πίσω από κάποιον,… … Dictionary of Greek
φτωχοπροδρομισμός — ο η τάση να γίνεται λόγος από φτωχό για τα βάσανα της φτώχειας του και να ζητιέται με παρακάλια και ικεσίες από τον ίδιο η βοήθεια γνωρίμων και πλουσίων … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
φτωχοπρόδρομος — ο 1. λόγιος που μιλά για τα βάσανα της φτώχειας του και εκλιπαρεί τη βοήθεια γνωρίμων και πλουσίων (όπως έκανε στον 11ο αι. ο βυζαντινός ποιητής Θεόδωρος Πρόδρομος, που ονομάστηκε γι’ αυτό Πτωχοπρόδρομος). 2. μτφ., άνθρωπος γκρινιάρης … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)